- προσυπανάπτω
- Μ1. ανάβω κάτι από κάτω, κρυφά2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επί πλέον κάτι κρυφά («προσυπανάπτειν τὴν ἔχθραν», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑπανάπτω «ανάβω από κάτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυνάπτω — Μ [συνάπτω] προσυπανάπτω* … Dictionary of Greek